- δυναμομεταμόρφωση
- Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών μηχανικών δυνάμεων που αναπτύσσονται κατά τις ορεογενετικές κινήσεις του φλοιού της Γης. Τα δυναμικά αυτά φαινόμενα συνοδεύονται, σχεδόν πάντα, από θερμική και χημική δράση των θερμομεταλλικών υδάτων και του μάγματος. Είναι δύσκολο να απομονωθούν και να καθοριστούν οι μεταβολές που προκάλεσε στα πετρώματα η δ., επειδή αυτή επιδρά σε μεγάλα τμήματα της λιθόσφαιρας ταυτόχρονα με άλλα φαινόμενα, με αποτέλεσμα συχνά να δημιουργείται σύγχυση. Επάνω στα πετρώματα που υπέστησαν δ. διακρίνονται –εκτός από τις άλλες μεταβολές των συνθηκών του περιβάλλοντος– και τα ίχνη των μηχανικών δυνάμεων που επέδρασαν: τα κυριότερα από αυτά τα ίχνη είναι οι κατακλάσεις, δηλαδή η θραύση και η σύνθλιψη των πετρωμάτων με αποτέλεσμα την αμετάκλητη μεταβολή του ιστού τους, που ονομάζεται κατακλαστικός ιστός (π.χ. οι μυλονίτες είναι αποτέλεσμα της δ.) ή η σχιστότητα, δηλαδή η εύκολη διαιρετότητα του πετρώματος κατά παράλληλα επίπεδα που οφείλεται στη μεταβολή του αρχικού ιστού του πετρώματος.
Διάφορα πετρώματα, όπως οι γνεύσιοι, οι αμφιβολίτες, οι πρασινίτες, οι χαλαζίτες, ορισμένοι κρυσταλλικοί σχιστόλιθοι και μερικά μάρμαρα προέρχονται από δ. Τα ορυκτά, τα οποία εξαιτίας του φαινομένου της δ. αποκτούν τον χαρακτηριστικό κατακλαστικό ιστό, είναι o χλωρίτης, o σερικίτης, ο τάλκης, ο αλβίτης, το επίδοτο, o ζωισίτης, ο αιματίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Η δ. αποκαλείται και δυναμική μεταμόρφωση.
* * *η·μεταβολή τών πετρωμάτων που οφείλεται κυρίως σε πίεση τών υπερκείμενων στρωμάτων τού γήινου φλοιού.
Dictionary of Greek. 2013.